-

Καύση απορριμμάτων / Κερδισμένοι μόνο οι ιδιώτες

Απέναντι στο κυβερνητικό σχέδιο κατασκευής εργοστασίων καύσης απορριμμάτων τάσσεται ο ένας μετά τον άλλον οι φορείς της αυτοδιοίκησης. Πρόσφατα το Περιφερειακό Συμβούλιο Κεντρικής Μακεδονίας είπε «όχι» στη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), συντασσόμενο με τη στάση που κράτησαν κι άλλοι φορείς της αυτοδιοίκησης. Παρά τις αρνητικές γνωμοδοτήσεις ωστόσο, τον τελευταίο λόγο για την κατασκευή ή μη εργοστασίων καύσης τον έχει η κυβέρνηση. Θα παραχωρηθεί ένα ζωτικής σημασίας δημόσιο αγαθό σε ιδιωτικά συμφέροντα ή θα ακουστούν οι φωνές που πολλαπλασιάζονται και μιλούν για τις αρνητικές πολυεπίπεδες επιπτώσεις ενός τέτοιου σχεδιασμού; 

Aρχές Αυγούστου, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση η ΣΜΠΕ για τη δημιουργία δικτύου μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων. Πρόκειται για ένα σχέδιο κατασκευής έξι μονάδων καύσης απορριμμάτων σε όλη τη χώρα -μεταξύ των οποίων δύο στη Βόρεια Ελλάδα- και συγκεκριμένα σε περιοχές της Αττικής, της Βοιωτίας, της Ροδόπης, της Κοζάνης, της Κεντρικής Πελοποννήσου και του Ηρακλείου Κρήτης.

Επί αυτής της Μελέτης όπου στην πραγματικότητα τίθεται το δίλημμα «ταφή στις κορεσμένες χωματερές ή καύση» καλούνται έκτοτε να τοποθετηθούν οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η κυβέρνηση από την πλευρά της επικαλείται για το προωθούμενο σχέδιο την προσαρμογή της χώρας μας στα ευρωπαϊκά πρότυπα κατά τα οποία η καύση είναι προτιμητέα. Ωστόσο η επιλογή αυτή προβλέπεται στην Ευρώπη ως έσχατη λύση για τα υπολείμματα των ΑΣΑ με αυστηρούς όρους και δεν παρουσιάζεται ως μοναδική εναλλακτική στην ταφή. Παράλληλα, η κυβέρνηση θέτει το ανέφικτο χρονικό όριο για τη μείωση των απορριμμάτων που θάβονται στο 10% το 2030, ενώ η ευρωπαϊκή οδηγία καθορίζει το 2035 και ίσως το 2040.

Αθέμιτος ανταγωνισμός

Τα πυρά που δέχεται το προωθούμενο σχέδιο αφορούν συνολικά στην πολιτική που ασκείται για τη διαχείριση των απορριμμάτων, η οποία δεν επιχειρεί να λύσει το πρόβλημα και να αντιμετωπίσει τις πραγματικές του διαστάσεις, αλλά μοιάζει με αποτέλεσμα αλλεπάλληλων καθυστερήσεων. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της καύσης με τους όρους που προτείνεται στη ΣΜΠΕ κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση με την ανακύκλωση και την ανάκτηση που προωθούνται με βάση το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Απορριμμάτων και λειτουργεί με αθέμιτο τρόπο ανταγωνιστικά με άλλες πιο αξιόπιστες και περιβαλλοντικά φιλικές μεθόδους, δεδομένου ότι η εξασφάλιση της βιωσιμότητας των υπό κατασκευή με ΣΔΙΤ μονάδων καύσης απαιτεί μακροχρόνια και εγγυημένη τροφοδοσία με απορριμματογενή καύσιμα.

Επίσης, προβλέπεται επιβάρυνση των ΟΤΑ με ένα υπέρογκο κόστος για τη διαχείριση και τη μεταφορά των αποβλήτων, το οποίο θα μετακυλιστεί στους πολίτες με την αύξηση των δημοτικών τελών.  Στο κάδρο φυσικά μπαίνουν και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον, καθώς δεν υπάρχουν εγγυήσεις ότι η λειτουργία αυτών των μονάδων θα είναι ακίνδυνη. Υπό αυτό το πρίσμα, οι μόνοι που φαίνεται να «κερδίζουν» είναι οι ιδιώτες κατασκευαστές, οι οποίοι διασφαλίζουν τεράστια και σίγουρα κέρδη καθώς υπάρχει η δέσμευση να τους παρέχουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης σταθερές ποσότητες απορριμμάτων με δικά τους έξοδα για 30 χρόνια.

Αποτυχία στην ανακύκλωση

Για τη ΣΜΠΕ για την καύση ως ενεργειακή αξιοποίηση απορριμμάτων, μίλησε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής o Φώτης Χατζόγλου, περιφερειακός σύμβουλος της παράταξης «ΑΛΛΑΓΗ στην Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας», η οποία ανέδειξε το ζήτημα τόσο στο περιφερειακό συμβούλιο όσο και στον δημόσιο διάλογο. Όπως υπογράμμισε, «αντίθετα με όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη στη διαχείριση των απορριμμάτων η Κυβέρνηση της ΝΔ, από το 2019 που ανέλαβε, συνειδητά και με συγκεκριμένες πολιτικές σκοπιμότητες υπονόμευσε την προώθηση της ανακύκλωσης, της κομποστοποίησης και της ανάκτησης υλικών από την επεξεργασία των απορριμμάτων. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε φτάσει, εν έτει 2025, τα αστικά στερεά απορρίμματα (ΑΣΑ) να καταλήγουν είτε σε χώρους ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων (ΧΑΔΑ), είτε σε χώρους υγειονομικής ταφής (ΧΥΤΑ), σε ποσοστά που κατά περιοχή φτάνουν ακόμα και στο 90%! Έτσι η κυβέρνηση εμφάνισε ως λύση στην «αδιέξοδη» κατάσταση, που έχει δημιουργηθεί με δική της υπαιτιότητα, την προώθηση της καύσης απορριμμάτων, με εργοστάσια που θα κατασκευαστούν με ΣΔΙΤ, χαρίζοντας στους ιδιώτες τη διαχείριση των απορριμμάτων που θα κληθούν να πληρώνουν οι ΟΤΑ αυξάνοντας τα δημοτικά τέλη».

Αντιδρούν οι ΟΤΑ

Δικαιολογημένα η ΣΜΠΕ έχει εγείρει αντιρρήσεις σε πολλούς φορείς της αυτοδιοίκησης. Τόσο οι κατά τόπους Περιφέρειες Αττικής, Στερεάς Ελλάδας, Δυτικής Ελλάδας, Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Πελοποννήσου, ήδη το προηγούμενο διάστημα τοποθετήθηκαν αρνητικά και ανάλογη στάση έχει λάβει η πλειοψηφία των δήμων που έστειλαν τις απόψεις τους στο αρμόδιο υπουργείο.

Το θέμα απασχόλησε προσφάτως το Περιφερειακό Συμβούλιο Κ. Μακεδονίας, το οποίο εν τέλει συντάχθηκε με τους υπόλοιπους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης και γνωμοδότησε αρνητικά. Αξίζει να σημειωθεί πως αρχικά, παρά τη σημασία της υπόθεσης, το θέμα πήγε προς ψήφιση στην Επιτροπή Ανάπτυξης και όχι στην Ολομέλεια. Μετά από παρέμβαση της αντιπολίτευσης και μετά από δύο αναβολές, ελήφθη εντέλει η απόφαση στη συνεδρίαση του περιφερειακού συμβουλίου.

«Η αντίδραση της αντιπολίτευσης και κυρίως τα επιχειρήματα που έθεσε στον δημόσιο διάλογο, αλλά και στα όργανα της Περιφέρειας η παράταξή μας, η “Αλλαγή στην ΠΚΜ”, έσυρε τη διοίκηση στην απόρριψη της ΣΜΠΕ, συνυπολογίζοντας την γενικότερη αρνητική στάση που έχουν επιδείξει οι ΟΤΑ πανελλαδικά» σημειώνει ο κ. Χατζόγλου, προσθέτοντας ωστόσο πως «η αρνητική τους αυτή τοποθέτηση δεν αρκεί, γιατί δεν απορρίπτει την καύση ως προτεραιότητα, αλλά ενίσταται απλώς στις λεπτομέρειες».

Εναλλακτικά σχέδια 

«Η δική μας θέση προτείνει εναλλακτικά ένα ολιστικό σχέδιο ορθολογικής και φιλικής περιβαλλοντικά διαχείρισης των απορριμμάτων, με έμφαση στην αλλαγή της καταναλωτικής νοοτροπίας, την ανάκτηση και επαναχρησιμοποίηση των υλικών. Απορρίπτουμε, λοιπόν, την ακριβή και επισφαλή καύση από ιδιώτες με μεγάλα κέρδη για λίγους, με κινδύνους για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία! Προτάσσουμε από την άλλη τη δημόσια, φθηνή και περιβαλλοντικά αποδεκτή διαχείριση των απορριμμάτων από τους ΟΤΑ, που μπορεί μάλιστα να αυξήσει την απασχόληση σε τοπικό επίπεδο με μονάδες επεξεργασίας και ανακύκλωσης. Η ανάκτηση των υλικών συνιστά την μόνη ουσιαστικά οικολογική διαχείριση, ενώ η καύση για αμφίβολη ενεργειακή απόδοση, όχι απλά δεν αποτελεί κυκλική οικονομία, αλλά απαιτεί να σπαταλήσουμε νέους φυσικούς πόρους για να ξαναπαραχθούν όσα καίμε!», υπογραμμίζει καταληκτικά ο κ. Χατζόγλου.